βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
αλιλουκίτης — (halilucites). Μαλάκιο του γένους κερατίτης, που έχει εκλείψει. Στον ελλαδικό χώρο, απολιθωμένα λείψανα του είδους βρέθηκαν στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου, στη θέση Θεόκαφτα, μέσα σε ασβεστολιθικά στρώματα του μέσου τριασίου και στην Ύδρα, ανάμεσα… … Dictionary of Greek
κερατιτίδες — (ceratitidae). Οικογένεια των αμμωνιτών της ομοταξίας των κεφαλοπόδων, του φύλου των μαλακίων, που εξελίχθηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια του τριαδικού. Οι εκπρόσωποί τους είχαν εξωτερικό κέλυφος, με γραμμή ραφών κερατιτικού τύπου, ακέραιο σάγμα και … Dictionary of Greek
Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών — Η συλλογή του μουσείου στεγαζόταν στο κτίριο Κωστή Παλαμά της οδού Ακαδημίας μέχρι το 1979, οπότε μεταφέρθηκε στην Πανεπιστημιούπολη (Κτίριο Γεωλογίας, Ζωγράφου), για να παραμείνει αποθηκευμένη μέχρι το 1996. Τα εγκαίνια της επανέκθεσης τον… … Dictionary of Greek